string(0) ""

Μουέρτα, η γάτα του νεκροταφείου

Τζούλη Αγοράκη

10/02/2024

Το καράβι των οκτώ ευθύνεται που βρέθηκα στο νεκροταφείο του νησιού.

Είχε ξεβράσει όλους τους παραθεριστές και έτσι έστριψα δεξιά για να ξεφύγω απ’ το μποτιλιάρισμα, κι ανέβηκα μια μικρή ανηφόρα που οδήγησε τελικά στο κοιμητήριο. Ο ουρανός είχε ένα παράξενο φως. Το’ λεγες και μπαγιάτικο ηλιοβασίλεμα. Σα να μας σέρβιραν ξανά το χθεσινό. Σε λίγο θα νύχτωνε. Δεν ξέρω γιατί μπήκα. Το κάνω αυτό από μικρή. Κοιτάζω βιαστικά μια σειρά τάφους, όποιος έχει πεθάνει πιο νέος είναι αυτός που κερδίζει.

Τελικά πέρασα μια γρήγορη όλους τους τάφους. Ήταν μικρό και τυχερό νεκροταφείο: μόνο ο Κώστας, 32, έφυγε νέος. Νύχτωνε και με περίμενε στη χώρα η παρέα μου. Δεν θα είχα σταθεί στον τάφο της Κυρίας Πετροπούλου ετών 79, αν δεν έβλεπα “εκείνη“. “Εκείνη” την πορτοκαλί, τη χαδιάρα γάτα, με τα σμαράγδι μάτια που τριβόταν νωχελικά πάνω στο λευκό μάρμαρο του τάφου για να δροσιστεί.

Τι κάνεις εσύ εδώ μικρή “θανατο-γατούλα” τη ρώτησα; Και εκείνη πετάχτηκε απ’ το μάρμαρο σα να κατάλαβε πράγματι ότι πρόκειται για μνήμα. Ήρθε σχεδόν ντροπιασμένη και ξάπλωσε στα πόδια μου που τα βρήκε, καθώς φαίνεται, πιο ζεστά, πιο απαλά, και πιο ζωντανά. Έτσι κάπως ξεκίνησε κάτι σαν χορογραφία. Περνούσε ανάμεσα απ’ τους αστραγάλους, τύλιγε την ουρά της, και δωσ’ του πάλι ξάπλες και τριψίματα και σλάλομ στα πόδια μου και γουργουρητά ευτυχίας.

Πόση αγάπη είχε να δώσει αυτό το μικρό γατί; Σα να μην είχε μέχρι σήμερα ασχοληθεί κανένας ζωντανός μαζί του. Δεν ξέρω για πόση ώρα κάναμε χάδια και αγάπες. Το νεκροταφείο ήταν άδειο. Μονό ένας κατάκοπος με κρεατοελιές στο πρόσωπο είπε: “Ελάτε κυρία πρέπει να κλείσω, να βάλω και το λουκέτο, γιατί έρχονται οι αλήτες το βράδυ και το κάνουν ντισκοτέκ”. Ναι, ορκίζομαι, είπε ντισκοτέκ!

“Τι εννοείτε; βάζουν μουσική; Χορεύουν;”

“Ναι, κάθονται εδώ κάτω στα σκαλάκια και πίνουν μπύρες.”

Το’ κάνα εικόνα; Είδα την ντισκομπάλα και κάποιους να χορεύουν νωχελικά πάνω στα μνήματα. Βγαίνοντας είπα στη γάτα “γεια σου μικρούλα”.

“Μην τις λυπάσαι, Βασίλισσες τις έχουμε. Έρχονται κάτι βαρεμένες και τις ταΐζουν. Να δες εδώ, πώς έχουν λερώσει την πεζούλα με τα σκατοφαγιά τους”. Πράγματι, είδα μπόλικη ξηρά τροφή και χάρηκα με τις αφοσιωμένες “γατόφιλες” του νησιού. Έκανα να φύγω, όμως η ψιψίνα με ακολούθησε και έκανε τα δικά της γατίσια ακροβατικά, πέρασε από το στενό κάγκελο της πόρτας, και σχεδόν προσγειώθηκε με ένα σάλτο μπροστά μου, και άρχισε να μου μιλά.

Ναι, να μου μιλά. Δεν ήταν νιάου νιάου, τύπου πεινάω ή διψάω. Ήταν μια γατοσυζήτηση, σα να μου έλεγε “Κάτσε να σου πω ποιους θάψαμε αυτή τη βδομάδα”. Μου τα έλεγε χαρτί και καλαμάρι όλα τα νέα του νεκροταφείου, και κάποια παράπονα έπιανα στο ηχόχρωμα. Ότι ας πούμε η γκρίζα γάτα της τρώει όλη την τροφή. Με ακολουθούσε λαλίστατη. Ήταν αποφασισμένη ν’ αφήσει πίσω της το θάνατο και να έρθει στη ζωή. Κοντοστάθηκα. “Κατ’ αρχάς,” της είπα, “πρέπει να σου βρω όνομα”.

Και τότε έγινε το ανεπανάληπτο. Είπε μόνη της: “Μουέρτα”. Έκανε ένα μουεεε… ρρρρ και κατέληξε σε ένα αχνό “τα”. Άκουσα καλά; Την ξαναρώτησα. “Πώς σε λένε;” Μου συστήθηκε αλλά δυο φορές. Το ‘πε καθαρά για να ‘ναι σίγουρη ότι τα ‘πιασα τα γατίσια.

“Αα λοιπόν, είσαι η Μουέρτα.” Φάνηκε ικανοποιημένη που επιτέλους κατανοήσα τη γατο-ανθρώπινη εσπεράντο της. Συνέχισα το διάλογο που θα ζήλευε κάθε σουρεαλιστής ή παραμυθάς:

“Άκου Μουέρτα κορίτσι μου γλυκό, με περιμένουν οι φίλοι μου στη χώρα και έχω καθυστερήσει, γύρνα πίσω στο τάφο της Πετροπούλου και αύριο θα έρθω πάλι να σε βρω.”

Φάνηκε να κατάλαβε. Κατέβασε κεφάλι και έκανε μεταβολή. Επιτάχυνα το βήμα μέχρι που χάθηκε απ’ το οπτικό μου πεδίο. Δεν σταμάτησα όμως να τη σκέφτομαι. “Εντάξει ξεκόλλα με το ψοφο-γατο”, μου ‘πε ο φίλος μου και μου ‘χωσε ένα ντολμαδάκι στο στόμα. “Χάθηκαν τα μωρά γατάκια; Γιατί να πάρεις τη γάτα του χάρου;”

Όμως κάτι είχε ενεργοποιήσει μέσα μου αυτό το γατί. Ένιωθα ότι έπρεπε να την πάρω από εκεί. Σαν το νεκροταφείο να’ ταν κύκλωμα μαστροπών και έλαχε σε μένα να τη σώσω. Θα την έβαζα στο διαμέρισμά μου και απ’ το κρύο μάρμαρο το θανατερό, θα έτριβε τα νυχάκια της το βελούδο και εγώ θα τη μάλωνα να μην μου το καταστρέψει. Αυτό ήταν το σχέδιο. Απ’ τα κρύα τα θανατερά να τη φέρω στα δικά μου τα ζεστά. Βέβαια τα ζύγιζα στο κεφάλι μου. Να την πάρω απ’ την ελευθερία της; Από το νησί εδώ που είχε την ησυχία της, τα κυπαρίσσια της που κάνουν και λίγο Τοσκάνη, και τις καλές κύριες του νησιού που τη φροντίζουν; Υπήρχαν δυο φωνές. Η μια έλεγε “άσε το γατί στον τάφο του” και η άλλη “παρ’ τη από τα φαντάσματα και τα κλάματα των νεκρών τις νύχτες”.


Αποφάσισα να την πάρω. Έτσι την επόμενη δεν πήγα στη θάλασσα, τρύπωσα σε ένα μαγαζί με γατοτροφές και της διάλεξα την πιο εκλεκτή. Έφτασα στο νεκροταφείο με λαχτάρα. Ποτέ δεν είχα ξαναδιαβεί σε νεκροταφείου με τόσο ενθουσιασμό. Θύμιζα μαφιόζο που ήθελα να βεβαιωθώ ότι πράγματι είχαν θάψει τον αντίπαλό του. Αν και η ζέστη ήταν αφόρητη, το νεκροταφείο έσφυζε από ζωή, όσο και αν αυτό ακούγεται σχήμα οξύμωρο. Ήταν γεμάτο με γυναίκες προχωρημένης ηλικίας που πλένανε τους τάφους με το λάστιχο και κάπως χαίρονταν έτσι που βρέχονταν τα πόδια τους με το νερό και έμοιαζαν σαν πιτσιρίκες στην αυλή.

“Μουέρτα, Μουέρτα” άρχισα να τη φωνάζω και μέσα σε δευτερόλεπτα το μαγικό μου κορίτσι που αλώνιζε σε διπλανό χωράφι έτρεξε να με συναντήσει. Είχε συμπεριφορά σκύλου. Αφοσιωμένη και δοτική. Της έδωσα την κονσέρβα και την κοιτούσα με ικανοποίηση να την καταβροχθίζει. Κι ένιωθα κρυφή χαρά σα να μου ‘χαν πετύχει τα γεμιστά. Της άρεσε, το χάρηκε και μου έκανε ένα “νιάου”, κοφτό σαν ευχαριστώ. Την άφησα στη μεσημεριανή σιέστα της. Της υποσχέθηκα ότι θα πήγαινα πάλι το απόγευμα. Και έτσι κύλησε όλη η βδομάδα. Πού με έχανες, πού με έβρισκες, στο νεκροταφείο ήμουν και στην αγάπη μας.

Σταδιακά γνώρισα και τις άλλες γάτες, και μια κακιασμένη που είχε αντιζηλίες με τη δική μου και όλο της την έπεφτε. Τις τάιζα όμως όλες. Η Μουέρτα ωστόσο έτρωγε την καλή τη διαλεχτή τροφή, στις άλλες έδινα τη χύμα. Η Μουέρτα έπινε εμφιαλωμένο νερό, οι άλλες από τη βρύση του νησιού. Υπήρχε σαφής διάκριση αλλά δεν έπαιζε το κεφάλαιο του Μαρξ και μπορεί στο θάνατο να ‘μαστε όλοι ίσοι αλλά στις γάτες του νεκροταφείου, η Μουέρτα ήταν η αγαπημένη μου γιατί το ‘χε κερδίσει και τέλος.

Μερικές φορές ήταν σαν αυτή να με καλωσόριζε στο θάνατο ή εγώ να τη καλούσα στη ζωή. Υπήρχε μια φιλοσοφική ας πούμε διάσταση σ’ όλο αυτό. Οι φίλοι μου πάλι μου έκαναν καζούρα ότι θα μου προκύψει γάτα-ζόμπι και ότι μόλις μπει σπίτι μου θα το στοιχειώσει και θα τη βλέπω με κόκκινα μάτια να με κοιτάει απειλητικά απ’ το ταβάνι. Ας έλεγαν ό,τι ήθελαν, για μένα ήταν το πιο καλοκάγαθο πλάσμα που είχα συναντήσει. Είχε ευγένεια, ήταν απαλή, διακριτική, είχε μια ηρεμία του τάφου σα να την είχε περάσει η ενέργεια της μακαριότητας. Έτσι, έφτασε η τελευταία μέρα μου στο νησί. Είχα αγοράσει ένα όμορφο κόκκινο καλαθάκι για να τη μεταφέρω.

Η Μουέρτα όμως δεν ήταν πουθενά. Φώναζα και ξανά φώναζα και ξελαρυγγιάστηκα και εκείνη… πουθενά.

Έπιασα και τις γατόφιλες και ρωτούσα ανήσυχη. Και τότε συνέβη το τρομερό: Καμιά απ’ τις κύριες που φρόντιζαν τις γάτες δεν είχε δε την πορτοκαλί μου. Όχι μόνο εκείνη τη μέρα. Αλλά ποτέ.

Τι ήταν αυτό; Πώς γίνεται; Δεν είχε και εκατό γάτες το νεκροταφείο. Πέντε έξι ήταν όλες όλες. Πώς δεν είχαν δει την πορτοκαλί; Άλλωστε ήταν η πιο όμορφη, η πιο φουντωτή, η πιο καλόψυχη. Πώς γίνεται; Ποια τάιζα μια βδομάδα τώρα δυο φορές τη μέρα;

Μου έδειξαν μια άλλη πορτοκάλι, γερασμένη και ξινή. “Μα δεν είναι αυτή η γάτα μου,” είπα με παράπονο. Με προσπέρασαν σα να ‘μουν τρελή. “Τι τρέχει εδώ; Πού ‘ναι ο επιστάτης;” Μήπως εκείνος βοηθούσε. Δεν μου έδωσε και σ’ αυτό απάντηση.

Το καράβι μου έφευγε. “Μουέρτα, Μούερτα,” η φωνή μου έκανε αντίλαλο. Η Μουέρτα πουθενά. Έφυγα και ήταν σαν να ‘χα μπάλα κατάδικου στα πόδια. Ήμουν απογοητευμένη και ανήσυχη μαζί. Τι της συνέβη; Τι μου συνέβη; Τι απέγινε; Την έλεγα την ιστορία για καιρό. Το “σπούκι” στόρι του καλοκαιριού. Στο τέλος, πίστεψα ότι της συνέβη κάποιο ατύχημα και τέζα η Μουέρτα. Τη θρήνησα μέσα μου σιωπηλά.

Ένα χρόνο, όμως, μετά την ξαναβρήκα σε μια ταβέρνα στη χώρα του νησιού. Ήταν σίγουρα εκείνη. Με θυμήθηκε και άρχισε την ίδιες λατρείες. Πώς βρέθηκε εκεί; Φαινόταν καλοζωισμένη, είχε βάλει και κιλά, είχε φουντώσει και η γούνα της. Ρώτησα τον ταβερνιάρη, τη φώναζα πλέον Ριρίκα. Μου ‘πε ότι εμφανίστηκε από το πουθενά, πέρυσι το καλοκαίρι, και ήταν το καλύτερο “γατί” που είχαν πότε. Ήταν φανερό, την είχαν αγαπήσει. Τη βάζουν και κοιμάται και μέσα το χειμώνα, την έχει, είπε, η κόρη τους συντροφιά.

Δεν είπα τίποτα για το “παρελθόν” μας. Φτάνει που έκανε μόνη της την επανάστασή της και έφυγε απ’ όλο αυτόν το θάνατο. Φτάνει που ζούσε χορτάτη στην ταβέρνα που καθόλου τυχαία λεγόταν “Καλή καρδιά”. Ωστόσο, παραλείπω να λέω ότι την ξαναβρήκα, αφήνω πάντα την ιστορία στις κυρίες που είπαν ότι δεν υπήρχε καμιά πορτοκαλί γάτα. Εκεί βάζω τελεία και παρατηρώ τα σαστισμένα πρόσωπά τους.

Μουέρτα, η γάτα του νεκροταφείου.

Σχετικά άρθρα

Γνωρίστε τη γάτα-ελεγκτή λεωφορείου της Αθήνας

10 εντυπωσιακά facts για τα καναρίνια 

Η ψυχολογία της ενσυναίσθησης: Γιατί πολλοί άνθρωποι αγαπούν τα ζώα περισσότερο από τους ανθρώπους